- φίστουλας
- ο фистула, свищ
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φίστουλας — ο, Ν συρίγγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fistula «σωλήνας, συρίγγιο»] … Dictionary of Greek
φίστουλας — ο (λ. λατ.), εξόγκωμα, συρίγγιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρίγγιο — (Ιατρ.). Πόρος που παρέχει δίοδο σε παθολογικό υγρό από κάποια κοιλότητα οργάνου του σώματος στην επιφάνεια του σώματος ή του βλεννογόνου. Συνήθως μοιάζει με στενή δίοδο που καλύπτεται από επιθήλια ή κοκκιώματα με συνεχή έκκριση (πύου, χολής,… … Dictionary of Greek